Ιστορία

Του Μάκη Αξιώτη

Ένας απέραντος ελαιώνας που κατηφορίζει από τα υψηλά βουνά, καταλαμβάνει τους λόφους και γεμίζει τις ρεματιές, καταλήγοντας στον μεγάλο κάμπο. Είναι η Γέρα. Χαμηλά τα λιόδεντρα. “αυτά τα πανάρχαια, γαλήνια δέντρα” του Ηλία Βενέζη φτάνουν ως τη θάλασσα και της ρίχνουν την σκιά τους. Η θάλασσα το αφρισμένο Αιγαίο με τις ρότες των πολιτισμών χτυπά τα βράχια και εισχωρεί στους πανέμορφους όρμους των νότιων παραλίων. Ενώ στα ανατολικά “ο κόλπος των ελαιώνων” τα άλλα “νερά της Γέρας” καθρεφτίζει τα “πέντε” (έξη πια) ν’ανάβουνε χωριά, τον Παπάδο, τον Πλακάδο, τον Παλαιόκηπο, τον Σκόπελο και το Πέραμα…. εξουσία και κλήρος της γενιάς του Οδυσσέα Ελύτη. Έχει και πεύκα η Γέρα, αμέτρητα πεύκα, δάσος ολόκληρο. Πως ήταν να λείπει γλυκειά απόχρωση αυτού του πράσινου, απόλυτο συνταίριασμα του στον πίνακα με γκρίζο και το αργυρό της ελιάς. Που ρέει μέσα του το μωβ των ερεικώνων και ξεπηδά, πολύτροπα η λαχανιά πινελιά της λεύκας στο κάμπο και η μαυροπράσινη λόγχη του κυπαρισσιού στους λόφους. Έχει και πλατάνια και ιτιές και κισσό και κυκλάμινα παντού η Γέρα, που ακολουθούν την φιδογύριστη πορεία των ποταμών της και φλογίζουν την γαλάζια ασβεστόπετρα των βουνών της. Είναι λοιπόν η Γέρα ένας τόπος που ορίζεται από τα βουνά της και τα νερά του κόλπου της και του Αιγαίου. Η ελιά η μοίρα του ανθρώπου της, η θάλασσα η αλμύρα του πεπρωμένου της που συμβαδίζει με αυτήν του νησιού, της πανέμορφης Λέσβου.

Η περιφέρεια του Δήμου Γέρας σχηματίζει ένα νοερό ορθογώνιο γης. Ανατολικά καταλήγει στα νερά του κόλπου που πήρε το όνομά της. Από το μπουγάζι του έως τον Άγιο Θεράποντα, που αρχίζει ο Δήμος Ευεργέτουλα. Στα Βόρεια τα λιόφυτα υψώματα έρχονται σε επαφή και συνέχεια με του Κάτου Τρίτους και της Μυχούς. Από εδώ και η επικοινωνία με το υπόλοιπο νησί. Δυό ασφαλτοστρωμένοι δρόμοι μπαλκόνι ομορφιάς και ο άλλος δίπλα στην υγρή ομορφιά, οδηγούν στον κάμπο του Ευεργέτουλα. Στα νότια, βράχια από μάρμαρα και σχιστόλιθο σχηματίζουν απόκρημνες ακτές και ακρωτήρια (Όρος, Ντάλαντος, Κοπέλα) που βυθίζονται στο βαθυγάλαζο πέλαγος αφήνοντας ανάμεσά τους πανέμορφους όρμους όπου η ελιά κυριαρχεί παντού (Μυρσίνια, Λιγονάρι, Τσαφ, Τάρτι, Φαρά, Γιαλιώτισσα, Ιλεύκος). Εδώ η επικράτεια φθάνει μέχρι το μικρό λιμανάκι του Αυλακιού. Από εδώ και πέρα τον λόγο έχει ο Δήμος Πλωμαρίου. Σ’αυτήν την περιοχή, ένα δαιδαλώδες δίχτυ από δρόμους φέρνει τελικά στον Άγιο Ισίδωρο. Η πραγματική επικοινωνία όμως γίνεται από την ρεματιά που χαράξανε τα νερά, μια διαδρομή μοναδική κάτω από πλατάνια και πλάι στην μυρσινιά και τη ροδοδάφνη. Από εδώ, τούτο το πέρασμα, τώρα ασφαλτοστρωμένο, οδηγούσε στο Πλωμάρι.

Το συμπλήρωμα όμως της ομορφιάς απλώνεται στα δυτικά όρια του Δήμου. Εκεί υψώνονται οι κορφές οι πέτρινες των βουνών που χωρίζουν τη Γέρα από την Αγιάσο. Εκεί επάνω αρχίζει το μοναδικό τοπίο της καστανιάς, της κερασιάς και του πεύκου που χαρακτηρίζει τον Λεσβιακό Αγιασώτικο Όλυμπο. Με υψηλότερο το Πετροβούνι (755μ) που σαν τείχος από λευκωπά βράχια κλείνει τον ορίζοντα έχοντας Ν.Α. το Περιστέρι (Στρόβιλος 648μ), ορίζονται τα δυτικά όρια του Δήμου. Άλλοι πέτρινοι όγκοι χαρακτηριστικοί είναι το τραπεζοειδές «Παλαιόκαστρο» (405μ) δυτικά του Πλακάδου και το μακρόστενο «Όρος» (340μ) στην γωνιά της εισόδου του κόλπου της Γέρας προς τα νότια παράλια. Τα νερά που μαζεύονται σ’ αυτά τα βουνά σχηματίζουν δύο ποτάμια κυρίως και πολλούς μικρούς χειμάρους. Και τα δύο εκβάλουν στην παραλία του κόλπου, το ένα στην Ευρειακή και το άλλο κοντά στο Μάρμαρο.

Αν και τα τελευταία ευρήματα στην περιοχή του Πολιχνίτου, δείχνουν την ύπαρξη του ανθρώπου κατά την παλαιολιθική εποχή στο νησί, στην ευρύτερη περιφέρεια της Γέρας δεν έχουμε ακόμα ενδείξεις για κάτι τέτοιο. Έτσι φαίνεται πως κατά την Πρώϊμη εποχή του (Ορειχάλκου και κύρια κατά την μέση Χαλκοκρατία (3200π.Χ.-2000 και 2000 – 1600π.Χ.) ένας παραθαλάσσιος οικισμός εμφανίζεται βορειότερα του σημερινού Περάματος και συγκεκριμένα μετά το βυρσοδεψείο του Σουρλάγκα στην θέση Χαλατσές. Το όνομα φανερώνει τα «χαλάσματα» ή τα θεμέλια που βρίσκονται κάτω από τα εξοχικά και τα περιβόλια της περιοχής. Πραγματικά μια κάπως υπερυψωμένη περιοχή σχηματίζει μια προβολή στην θάλασσα πριν την πλαζ «Γιάργια». Εδώ ο αρχαιολόγος Cook στα 1949-50, πιθανώς εξετάζοντας την κάθετη όχθη, η οποία τότε δεν ήταν όπως τώρα δομημένη, εντόπισε μια εκτεταμένη θέση της Μέσης και Ύστερης Χαλκοκρατίας. Αργότερα ένας άλλος αρχαιολόγος ο Bayne αναφέρει ότι η θέση ήταν “εξαιρετικής σπουδαιότητας” σε σχέση με την μετάβαση από την Ύστερη Εποχή του Χαλκού προς την πρώϊμη Εποχή του Σιδήρου (Μυκηναϊκή προς Υπομυκηναϊκή περίοδο). Τα αγγεία τύπου LH III B-C και LH III C έμοιαζαν μ’ αυτά του Εμποριού της Χίου. Ο Bayne υπέθεσε ότι τα Μυκηναϊκής επιρροής κεραμεικά στη θέση αυτή, έδειχναν ότι ο οικισμός αποτελείτο από μια «ομάδα φτωχών προσφύγων από τον Ελλαδικό κορμό που ξέφυγαν από τις καταστροφές της Υστεροελλαδικής III B περιόδου». Και αναφέρονται τα μικρά ανοικτά κύπελλα από τραχύ πορτοκαλλόχρωμο πηλό «Μυκηναϊκού τύπου» τα οποία χρονολογήθηκαν στην Μέση Μινωϊκή ΙΙΙ περίοδο (1700-1580π.Χ).

Και έρχεται η πρόσφατη ανασκαφική εργασία της Εφ. Αρχαιοτήτων να επιβεβαιώσει τους δύο προλαλήσαντες αρχαιολόγους. Στο οικόπεδο «Βουσβούνη», βγαίνουν στην επιφάνεια αλλεπάλληλα οικιστικά στρώματα που δείχνουν την πυκνή κατοίκηση της παραθαλάσσιας τούτης θέσης. Στην ΒΔ γωνιά του οικοπέδου τα πέτρινα θεμέλια ορθογωνίων δωματίων χρονολογήθηκαν από την κεραμεική τους, στην Μυκηναϊκή περίοδο (ίσως στα 1300π.Χ.2). Πέτρα ντόπια, αλάξευτη, θεμέλια σχετικά παχειά και ανάμεσά τους αγωγός νερού (;) από τον οποίο βγήκαν πάρα πολλά ακέραια και σπασμένα bowl, από λεπτό πορτοκαλλόχρωμο πηλό. Στην μία γωνιά (ΒΑ) του ενός, «δωματίου» υπήρχε «θήκη» τετράγωνη από σχιστόλιθους ενώ στο 2ο δωμάτιο το νότιο, μεγάλο πιθάρι. Η ανασκαφή άρχισε στα 1994. Μέχρι τώρα βγήκαν στην επιφάνεια υπομυκηναϊκά στρώματα και πρωτογεωμετρικά (αγγεία με φαιοκόκκινους και μελανούς κύκλους σε ανοιχτόχρωμο κίτρινο φόντο αρίστης ποιότητας. Καθώς επίσης και άφθονα σκούρα χειροποίητα ή και σε τροχό όστρακα από αγγεία της ίδιας εποχής (σιδήρου). Μετά επακολουθεί το αρχαϊκό στρώμα με εικόνα καταστροφής ίσως και πυρκαϊάς σε κάποια περίοδο (κεραμίδια σωρευμένα) κλασσικό και ελληνορωμαϊκό στρώμα.

Δύο στρογγυλοί κλίβανοι κεραμεικών εργαστηρίων έρχονται να συμπληρώσουν τους πολλούς που εντοπίστηκαν στην παραλία βορειότερα και στην υποθαλάσσια περιοχή. Πέτρινο ειδώλιο, μήτρα, μυλόλιθος, καθώς και τετραποδική χύτρα ανήκουν σε αρχαιότερα στρώματα. Επίσης βρέθηκε «θησαυρός ρωμαϊκών χάλκινων νομισμάτων». Η ανεύρεση επίσης του σφραγιδόλιθου της Μυκηναϊκής εποχής από τον Β. Κουμαρέλλα3 λίγα μέτρα βορειότερα από την ανασκαφή κάνει πλέον την υπόθεση, βεβαιότητα για την ύπαρξη μεγάλου οικιστικού κέντρου το οποίο εκτείνεται από τη θέση του βυρσοδεψείου Σουρλάγκα (άφθονα όστρακα στο οικόπεδο βόρεια του) έως και την θέση Απιδιάς Λάκκος (Παραθαλάσσιο σπίτι) όπου τα οικιστικά λείψανα εκτείνονται μέσα στη θάλασσα καταλαμβάνοντας όλο τον όρμο που γνωστό σαν «Γιάργια», ο οποίος σίγουρα ήταν μέρος της στεριάς την εποχή αυτή.

Η τοπογραφία των υποθαλασσίων αυτών ευρημάτων δίδεται σε ξέχωρο σχέδιο. Η αρχή της εγκαταστάσεως τοποθετείται ίσως στην πρώϊμη εποχή του χαλκού (3200π.Χ.) όπως μαρτυρούν πέτρινα εργαλεία τεμαχιοψιανού και όστρακα αγγείων από το υψηλότερο σημείο (οικόπεδο ιατρού Πρωτούλη) και από τον υποθαλάσσιο χώρο. Μετά όπως προανέφερα ακολουθούν σε συνεχείς κατοικίσεις όλες οι εποχές έως και τα βυζαντινά χρόνια. Το κέντρο του οικισμού τοποθετείται στις Χαλατσές όπου και η ανασκαφή. Εδώ κατά καιρούς στα υπάρχοντα περιβόλια η διάνοιξη φρεάτων δίνει άφθονη κεραμεική (που υπάρχει και επιφανειακά) καθώς και θεμέλια κτισμάτων.

Το βάθος της εγκατάστασης πρέπει να φθάνει στα όριο που αρχίζει ο ελαιώνας (ανεύρεση πήλινων αγνυθών, πέτρινων γουδιών, κεραμεικής και κύρια ενδείξεων κεραμεικών εργαστηρίων μέχρι την σημερινή εποχή), αν και είναι δύσκολο να υπολογισθεί από τα καλλιεργημένα στρώματα που υπερκείνται. Στα παράλια η άνοδος των νερών τους τελευταίους αιώνες (θεωρία των πλακών) και η καταβύθιση των δύο πλευρών του κόλπου σκέπασε σημαντικά τμήματα του οικισμού και τον κατέστησε υποθαλάσσιο. Λιμενικές εγκαταστάσεις, οικαστικά λείψανα, κεραμεικοί κλίβανοι, υδρευτικά δίκτυα (πήλινοι αγωγοί) και ένα ελληνορωμαϊκό νεκροταφείο (τάφοι με πήλινα καλύμματα και σχιστόλιθους στα πλάγια τοιχώματα) παρατηρούνται στο όρμο Γιάργια έως και βάθος 2 μέτρων, 50 μέτρα από την σημερινή παραλία. Ανάμεσά τους και ένας ωραιότατος ραβδωτός Ιωνικός κίων.

Η «υπόθεσις» είναι η ύπαρξη δευτερέουσας «πόλης» ή το σωστότερο «κώμης», μέσα στον ευρύτερο περίγυρο της επικράτειας της Μυτιλήνης. Και επειδή το τοπωνύμιο «Γέρα» συνδέθηκε κατά καιρούς με την αναφερόμενη από τους αρχαίους συγγραφείς Ιερά ή Hiera τώρα που τα ευρήματα δείχνουν την ύπαρξη πυκνοκατοικημένης περιοχής, δηλαδή μπορούν να αποδείξουν οικιστική πυκνότητα κώμης, από την αχλύ του χρόνου προβάλλει σάρκα και οστά το δικαίωμα να ονομάζουμε αυτή την οικιστική εγκατάσταση Ιερά. Και ενώ λέξη ip (αν) σωζόμενα του Αλκαίου (36, 114) μπορεί να μην σημαίνει του αιολικό τύπο της λέξεως Ιερά ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος (Φυσική Ιστορία 5.39.139) αναφέρει ξεκάθαρα ότι «την δε Αγαμήδην και Ιεράν (Hiera) κατ’ άλλου τρόπους καταστραφείσας». Ίσως αυτό το αρχαϊκό στρώμα καταστροφής να έχει σχέση με κάποιο σεισμό και την πρόκληση μετά από αυτόν πυρκαϊάς. Υποθέσεις που αγγίζουν την πραγματικότητα. Μεταγενέστερος ο Στέφανος Βυζάντιος αναφέρει κι αυτός ότι «Ίρα…έστι και πόλις Λέσβου»4. Εδώ βέβαια, εκτός από τις πολλές επιγραφές που έχουν βρεθεί εντοπίστηκε και τιμητικό ψήφισμα που αφιέρωνε ο Δήμος Μυτιλήνης στον Αρχίατρο “ΒΡΗΣΟΝ ΒΡΗΣΩ” όπου αναφέρονται και οι θεότητες που λάτρευε η πόλις. Το αναφέρει ο αρχαιολόγος Conze ότι βρέθηκε στις Χαλατσές και μετά μεταφέρθηκε και εντοιχίστηκε σε φούρνο του Παλαιοκήπου.

Αυτό λοιπόν το Παραθαλάσσιο οικιστικό κέντρο το οποίο ήταν ο μεγαλύτερος οικισμός στην προϊστορική εποχή σίγουρα ερχόταν σε επαφή με τις ρότες των πλοίων που διακινούσαν τον οψιανό και σίγουρα από εδώ γινόταν και οι εμπορικές συναλλαγές της ευρύτερης περιοχής, έως στα βουνά που τον κλείνουν από τα δυτικά5. Φαίνεται επίσης πως η πέτρινη αξίνα που βρέθηκε πριν από χρόνια στα υψώματα της βόρειας παρυφής του κάμπου (Κουρατσνάδα) είχε σχέση με την προμήθεια χαλαζία από τους κατοίκους του κέντρου αυτού, αφού βρέθηκαν στην θέση τούτη φλέβες του πετρώματος και επεξεργασμένοι λίθοι.